- αδικο-
- α' συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο-γερνώ, αδικο-γραμμένος, αδικο-δαρμένος, αδικο-θανατεύω, αδικο-κρίνω, αδικο-μαζώνω. Τα σύνθετα με το άδικο- έχουν συνήθως τη σημασία «τού άδικου, τού αδικαιολόγητου, τού ψευδούς, τού ανέντιμου» π.χ. αρχ. ἀδικό-μαχος, ἀδικο-μήχανος, ἀδικο-πήμων, ἀδικο-πραγής, ἀδικό-τροπος. Στη Νεοελλ. ως α' συνθετικό εμφανίζει μεγαλύτερη παραγωγικότητανεοελλ.αδικο-βγάζω, αδικο-γερνώ, αδικο-θανατεύω, αδικο-κραίνω, αδικο-κρατώ, αδικο-μαζεύω, αδικο-παντρεύομαι, αδικο-πεθαίνω, αδικο-πεθαμός, α-δικοπερνώ, αδικο-πηγαίνω, αδικο-πλουτίζω, αδικο-πονεμένος, αδικο-σκότωμα, αδικο-σκοτωμένος, αδικο-τυραννώ, αδικο-φονεμένος, αδικο-φορτώνω, αδικο-χαμός, αδικο-χάνω.
Dictionary of Greek. 2013.